Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ


ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ

Πυκνή ομίχλη σκέπασε 
Τις λιτανείες στο χιόνι
Αέρας σκόρπισε στο φως
Την  νοτισμένη πάχνη
Έπεσε η στάχτη του καιρού
Σαν το φλουρί  στο τάσι
Έλαμψε η φλόγα των κεριών
Σε τζάμι αχνισμένο
Τρώει το αίμα της σκουριάς
Άστρο  θρυμματισμένο
Σαν κρύσταλλο χαράζεται
Στα χορικά του ύπνου
Φυσάει αέρας παγερός
Και κλείνονται οι  θύρες
Σφραγίζουν τα περάσματα
Κι οι απρόσιτες κορφές
Εκεί που αντηχούσανε
Κυνηγημένες  λέξεις
Φτερά πουλιών πετάγματα
Κουδούνια  Ιαχές 
Σαν ικεσίες μάταιες
Στου κόσμου το δρολάπι
Μουρμουρητό μαύρος καπνός
Στου  βράχου το αλάτι
Χτυπούν του αλόγου οι οπλές
Μες στης φωτιάς το μάτι
Αντίλαλοι ωκεανών
Του χρόνου τσεκουριές
Πυκνή ομίχλη σκέπασε 
Τις λιτανείες στο χιόνι.

ΑΛΑΤΙ ΡΥΖΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


ΑΛΑΤΙ ΡΥΖΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

Γύρισαν στο σπίτι τα παιδιά. Αδύνατα μας φάνηκαν. Κουρασμένα. Γύρισαν μάθαμε και άλλοι φίλοι μας από μακριά. Κάποιοι δεν πρόλαβαν  και πήραν άλλον δρόμο  και στο μοναχικό ταξίδι τους τους είδαν τα πουλιά, οι αστερισμοί, τα σύννεφα. Ξένοι  τους είδαν. Χορεύουν μέσα στης άνοιξης το φως πεταλούδες,  λουλούδια, μέλισσες και γύρη πέφτει απάνω στα σπίτια, πάνω στα νερά στο αρχιπέλαγος. Αυτή τη φορά δεν μας φύσηξαν οι αέρηδες και δεν είδαμε τα λιβάδια. Τα ανθισμένα δέντρα της άνοιξης τα είδαμε πίσω από τα παράθυρα και στις οθόνες.
Ονειρευτήκαμε τις κερασιές και τις ροδακινιές και της αμυγδαλιάς τον χλωρό καρπό και έσταξε στα μαλλιά μας το ρετσίνι του πεύκου και η αλμύρα της θάλασσας από το περσινό καλοκαίρι. Και  το δάκρυ της μαστίχας και το ζεστό γάλα βρήκαν στον χάρτη των ονείρων μας σκιά και στο παραμιλητό μας, λέει, μιλούσαμε με λόγια  που τα έλεγαν παλιά αλλά όχι εμείς, τα λέγαν  άλλοι μεγαλύτεροι από μας σε δύσκολους καιρούς  και στα παλιά τα χρόνια.
Αέρηδες φυσούν και σύννεφα τρέχουν σαν να συγκρούονται στον ουρανό έξω από το τζάμι μας και στους καθρέφτες μένει  μια λάμψη ασημένια. Γυρίζει  στο φθαρμένο  αποτύπωμα το ρολόι και ακούγονται φωνές, ψαλμωδίες και καμπάνες. Ακούγεται το τρίξιμο του νερού όταν λιώνει ο πάγος, ο ήχος της βροχής και το θρόισμα των φύλλων στο άγγιγμα λεπτών τρυφερών μίσχων.
Ριγώνει το νερό  ξέχειλο στα μεγάλα πιθάρια που παλιά  καθρεφτίζονταν σχήματα   σύννεφων και το χρώμα του ουρανού κι έπεφτε απαλά το χιόνι φτερό αστερωτό προτού παγώσει και γίνει κρύσταλλο. Τρέμιζε το νερό στο χέρι μας  κάτω από τις βρύσες των βουνών και άφηνε το παγωμένο εκείνο μούδιασμα στα δάχτυλα. Στα νύχια μας που έκοβαν τα κρινάκια και τα κυκλάμινα έμενε μια μαύρη γραμμή από το χώμα και μια μυρωδιά  βρόχινη, μεταλλική και αψιά και στις άδειες στέρνες αντηχούσαν οι λέξεις που ξέραμε και  τα επιφωνήματα πολλαπλασιάζονταν ως την άκρη του ορίζοντα. Αυτός ήταν ο κόσμος που ξέραμε.
Τώρα ο κόσμος άνοιξε και είδαμε άλλες εικόνες. Είδαμε τα ποτάμια να κυλούν αργά κουβαλώντας τους θρύλους άτυχων ερώτων και είδαμε τα πλοία και τις φυλές να αλλάζουν ονόματα και ρούχα. Τις πόλεις είδαμε με τα μεγάλα κτήρια και τους άδειους δρόμους. Την έρημο είδαμε και τα θηρία και τα μεγάλα παγόβουνα σ’ έναν μετατοπισμό αργό και  υπόκωφο που άξαφνα βγάζει κραυγή και σωριάζει σπασμένα κομμάτια, θρύψαλλα δέντρων  πέφτουν με τσεκουριές κι ακούγονται τινάγματα πουλιών και σηκώνονται κύματα ωκεανών που χτυπούν τα μεγάλα καράβια.
Τους φιλόσοφους και τους ποιητές είδαμε  να κοιτούν στο σκοτάδι τις φλέβες της γης  και τον καπνό ν’ ανεβαίνει στο πούσι και να καίνε  οι φωτιές στις μεγάλες πεδιάδες και να σωριάζεται η σκόνη των αιώνων στα βουνά που ξεμύτισαν από τα βάθη της θάλασσας. Τους  ζωγράφους είδαμε και τις παλιές γκραβούρες και τους χάρτες των πόλεων και τις μεγάλες εξορμήσεις των κατακτητών και ακούσαμε τα ποδοβολητά των αλόγων και ανέμισαν τα χαϊμαλιά και οι πατανίες.  Μαύρισαν οι κάπες των βοσκών  κι απάνω τους έπεσαν οι στάχτες και τα χώματα με τα ξεραμένα αίματα και τις πέτρες.
Ο κόσμος κοιτούσε και άκουγε τα νέα. Εμείς είμασταν ο κόσμος. Σειρήνες  και ασθενοφόρα ακούγονταν  κι έσπαζε η ησυχία στα κενά που άφηναν τα μακρινά κελαηδίσματα των πουλιών και το πέταγμα με τις ανοιγμένες φτερούγες κόντρα στον άνεμο κάπου αλλού, σε άλλον τόπο. Σκυλιά γαύγιζαν και έπεφτε βροχή ασταμάτητα μέρες και νύχτες. Μέσα από υδρατμούς και  αναθυμιάσεις γύρισαν οι σελίδες και φάνηκαν οι γιατροί με τις μάσκες κι ακούστηκαν οιμωγές μέσα στην ερημία της σιωπής κάτω από το φουρφούρισμα των ανεμιστήρων και τις γαλάζιες λάμψεις σε όλες τις οθόνες που έδειχναν τον κόσμο στον κόσμο.  Και  φωτίζονταν  τα παράθυρα που έμοιαζαν σπήλαια προϊστορικών όντων σε κάθετες τροχιές ανελκυστήρων με τις κεραίες στις ατσάλινες δεσιές να λαμβάνουν τα σήματα μέσα στο ομιχλώδες σκηνικό του καπνού που πύκνωνε γύρω μας και καμμία μπλε χάντρα δεν μπορούσε να ξορκίσει.  Και  έσταζαν τα δάκρυα στο μαργαριτάρι που έτρεφε το κοχύλι.  Αλάτι  έπεφτε από τα καψαλισμένα σακιά.   Ρύζι  τινάζονταν ψηλά  να φυσήξει  φρέσκος αέρας στα άσπρα πανιά και να ξυπνήσουμε στο φως της μέρας.  (Μάρτιος 2020)


Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΓΕΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ


ΓΕΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

Κούρνιασαν οι παππούδες μας
Στης  αστραπής το τόξο
Η  νύχτα τους νανούρισε
Με τα παλιά τραγούδια


Κι οι  γιοι σε κόκκινη κλωστή
Πιάστηκαν στ’ όνειρό τους
Την χώρα κουρσεμένη


Μ’ ένα  κλωνί  βασιλικό
Δέντρο   της αλφαβήτας
Τον λόγο τον   Ελληνικό
Σκορπίσανε  στον κόσμο

Βαφτίστηκαν οι εγγονοί
Στης θάλασσας το κύμα
Με σταυρουδάκι ολόχρυσο  
Μέσα  στην καταιγίδα

Με σταυρουδάκι ολόχρυσο 
Και την ευχή στο δάκρυ

Μ’ ένα  κλωνί  βασιλικό
Δέντρο   της αλφαβήτας
Τον λόγο τον   Ελληνικό
Σκορπίσανε  στον κόσμο.