Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΓΡΙΕΣ


ΟΙ ΓΡΙΕΣ

Καφέ-ρεβύθι πίνουν οι γριές
Γελούν σαν τα κορίτσια που ήταν χτες
Νανούρισαν του κόσμου τα μωρά
Πότισαν τα λουλούδια στις αυλές.

Νύφες στα άλογα ήρθαν με προικιά
Σαν δέντρα ριζωμένες στα χωριά
Στα σπίτια τους γυρνούν απ’ τις βοσκές
Αλάτι ξόρκι ρίχνουν στη φωτιά.

Κρατώντας λάδι, μέλι και κρασί
Με τάματα λαμπάδες, σιωπηλές
Τα πρόσφορα  θα παν στην εκκλησιά
Για τις ψυχές να πουν τις προσευχές.

Καφέ- ρεβύθι πίνουν οι γριές
Γελούν σαν τα κορίτσια που ήταν χτες
Στο λίκνο της ζωής ευχή να πουν
Της νύχτας το ξημέρωμα να δουν.

Μες στον καθρέφτη της ζωής
Με την  αυγή που ξημερώνει
Τα χρόνια τους, που πέρασαν
Τα άθροισαν και γέλασαν
Με το κανένα δόντι.

Καφέ- ρεβύθι πίνουν οι γριές
Γελούν σαν τα κορίτσια που ήταν χτες

Μες στον καθρέφτη της ζωής
Με την  αυγή που ξημερώνει
Τα χρόνια τους, που πέρασαν
Τα άθροισαν και γέλασαν
Με το κανένα δόντι.


Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΝΕΡΟ


ΝΕΡΟ
Σε ένα χωριό κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία, μια παλιά χρονολογία που κανένας δεν θυμάται πότε ακριβώς ήταν, έγινε  μια κοινοτική συνέλευση για το νερό. Όλοι πήραν τον λόγο και στο τέλος αφού γίνονταν μεγάλη φασαρία, όπως σε όλες τις συνελεύσεις, ζήτησε τον λόγο να μιλήσει κι ένας που τον είχαν οι άλλοι για χαζό και μιλούσε πολλές φορές λίγο ακαταλαβίστικα, σαν φιλόσοφος. Με αυτό το παρατσούκλι τον ήξεραν όλοι, ο φιλόσοφος. Εκείνη τη μέρα που πήρε τον λόγο να μιλήσει, είπε πάνω κάτω τα παρακάτω λόγια. Σαν τραγούδι ακούστηκαν αλλά δεν ήταν. Όλοι γέλασαν στην αρχή και μετά δεν μίλησε κανένας. Να τι είπε εκείνος που τον είχαν για τρελλό οι γνωστικοί και τον κορόιδευαν. Αυτά είπε ο  φιλόσοφος και τα γράφουμε όπως μας τα είπαν όσοι έτυχε να τον ακούσουν εκείνη τη  μέρα και μας τα είπαν κι εμάς τα ξένα λόγια του χωρικού. Μίλησε αυτός. Τον άκουσαν αυτοί οι άλλοι και  ύστερα από χρόνια, μας είπαν κι εμάς τα λόγια του. Είπε, λένε, αυτός:

Στα καφενεία των καιρών  μες στις Βουλές Νομοθετούν των ισχυρών οι κεφαλές
Των κολλεγίων ρήτορες, αγορητές Για το νερό ο  λόγος,  τις πηγές
Εκτιμητές, τα λόγια  ξεδιψάνε με νερό Εμφιαλωμένο,  μ’ ετικέτα,  καθαρό
Τα ποτηράκια τους αλλάζουν στο λεπτό (Κομπάρσοι  αυτοί που  κουβαλάνε το νερό
-Τις αποφάσεις άλλοι παίρνουν, λένε αυτοί, -όχι εγώ Αυτοί  μοιάζουν  με πρόσωπο βουβό)
Νεροκουβαλητές Πάνε και φέρνουν το νερό Αυτό πού πάει  μετά δεν θα σας πω.
-Πώς;  Πού;
-Πόσο κοστίζει το νερό;
-Νερό προς πώληση!
-Πωλείται το νερό;
-Γιατί όχι; μοιάζει με χρησμό;
-Ύδωρ αλλιώς, κοινώς νερό
(δεν είναι δα και φοβερό)
Νερό γυρεύουν οι ικέτες των πηγών Οι μετανάστες των σταθμών
Νερό οι εχθροί κι οι  καπιταλ-ληστές Οι κοσμοκράτορες κατακτητές.
-Ένα ποτήρι δώστε  και στο πλήθος των φτωχών Αλληλεγγύη των λαών !
(Το σύνθημα  -καιρών υποκριτών)
Νερό Στους μετανάστες των καιρών Αυτούς των ενδιάμεσων σταθμών
-Να πάν’ αλλού, σαν τα πουλιά
-Να φύγουνε πιο πέρα, μακρυά
-Αυτά γινόταν και παλιά
-Εμάς να μη μας ενοχλούν κι όλα καλά!
-Εμείς δεν είμαστε της δίψας η πηγή
-Οι συν-εταίροι θα σκεφτούν τη λύση τη σωστή
-Δημοκρατία των  ισχυρών  είναι η αρχή
-Ας κοιμηθούμε τώρα φίλοι Κι αύριο συσκέψεις στη Βουλή Τελειώνουνε τα θέματα σ’ αυτή τη γη;
Οι ρήτορες όρεξη να ‘χουν. Αύριο  φτου κι απ’ την αρχή
Των τηλεθεατών να γαργαλήσουνε τ’ αυτί Των τραπεζών να σώσουν την τιμή
Το μεροκάματο να βγει
Θέατρο είναι  –λύση να βρεθεί Αν θα βρεθεί να μου τρυπήσετε τ’ αυτί!
Νερό γυρεύουν οι ικέτες των πηγών Οι μετανάστες των σταθμών
Νερό οι εχθροί κι οι  καπιταλ- ληστές Οι κοσμοκράτορες κατακτητές.

Ανθρωπιστική  κρίση. Με ένα ποίημα το  είπε. Άκουσες;Το νερό είναι στο χέρι σου.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

ΠΟΤΑΜΙΑ


ΠΟΤΑΜΙΑ

Ποτάμια λάμπουν μες στο φως
Τυλίγουν την ομίχλη
Στις θάλασσες ξεβγάζουνε
Τραγούδια περασμένα
Από τη ρίζα των βουνών
Και τα μεγάλα δάση
Στις πόλεις διακλαδίζονται
Το χιόνι καθρεφτίζουν
Των δέντρων νιώθουν τον σφυγμό
Του άνεμου τη φόρα
Στα σύννεφα αντανακλούν
Την ασημένια λάμψη
Κυλούν αργά σαν προσευχές
Στο σούρουπο του κόσμου
Και ξεχειλίζουν κάποτε
Σαν τον λυγμό στο αίμα 
Μουρμουρητό  ψαλμωδιών
Και λέξεις ξεχασμένες
Μες στα νερά τους πνίγηκαν
Κοπάδια  και νομάδες
Κι  αυτοί που τα κατάφεραν
Να βγουν στην άλλη όχθη
Έχουν να πουν πως δυο φορές
Κανείς δεν τα διαβαίνει
Στα ίδια ποτάμια δυο φορές
Κανένας μας δεν μπαίνει
Ηράκλειτος ο σκοτεινός φιλόσοφος Εφέσου
Τον λόγο αυτόν μας άφησε μες στην ροή του χρόνου.